Flavius Josephus, Jewish War (XML Header) [genre: prose] [word count] [lemma count] [Joseph. BJ]. | ||
<<Joseph. BJ 1.628 | Joseph. BJ 1.631 (English) | >>Joseph. BJ 1.636 |
1.629
σύ , πάτερ , ὑπὲρ ἐμοῦ πεποίηκας τὴν ἀπολογίαν · πῶς γὰρ ἐγὼ πατροκτόνος , ὃν ὁμολογεῖς φύλακα διὰ παντὸς ἐσχηκέναι ; τερατείαν δέ μου καὶ ὑπόκρισιν λέγεις τὴν εὐσέβειαν . πῶς ὁ πανοῦργος ἐν τοῖς ἄλλοις οὕτως ἄφρων ἐγενόμην , ὡς μὴ νοεῖν , ὅτι λαθεῖν οὐδʼ ἀνθρώπους ῥᾴδιον τηλικοῦτον μύσος ἐνσκευαζόμενον , τὸν δʼ ἀπʼ οὐρανοῦ δικαστὴν
-- -- ἢ τὸ τῶν ἀδελφῶν τέλος ἠγνόουν , οὓς ὁ θεὸς οὕτως μετῆλθε τῆς εἰς σὲ κακοβουλίας ; τί δέ με καὶ παρώξυνεν κατὰ σοῦ ; βασιλείας ἐλπίς ; ἀλλʼ ἐβασίλευον . ὑπόνοια μίσους ; οὐ γὰρ ἐστεργόμην ; φόβος ἐκ σοῦ τις ἄλλος · ἀλλὰ μὴν σὲ τηρῶν ἑτέροις φοβερὸς ἤμην . ἔνδεια χρημάτων ;
1.632καὶ τίνι μᾶλλον ἐξῆν ἀναλίσκειν ; εἰ γὰρ ἐξωλέστατος πάντων ἀνθρώπων ἐγενόμην καὶ θηρίου ψυχὴν εἶχον ἀνημέρου , πάτερ , οὐκ ἂν ταῖς σαῖς εὐεργεσίαις ἐνικήθην , ὃν κατήγαγες μέν , ὡς ἔφης αὐτός , προέκρινας δὲ τοσούτων τέκνων , ἀπέδειξας δὲ ζῶν βασιλέα , διʼ ὑπερβολὴν δὲ τῶν ἄλλων ἀγαθῶν ἐποίησας ἐπίφθονον ;
1.633ὢ τάλας ἐγὼ τῆς πικρᾶς ἀποδημίας , ὡς πολὺν ἔδωκα καιρὸν τῷ φθόνῳ καὶ μακρὰν τοῖς ἐπιβουλεύουσι διωρίαν . σοὶ δέ , πάτερ , καὶ τοῖς σοῖς ἀγῶσιν ἀπεδήμουν , ἵνα μὴ Συλλαῖος τοῦ σοῦ γήρως καταφρονήσῃ . Ῥώμη μοι μάρτυς τῆς εὐσεβείας καὶ ὁ τῆς οἰκουμένης προστάτης Καῖσαρ , ὁ φιλοπάτορα πολλάκις με εἰπών . λάβε , πάτερ , τὰ παρʼ αὐτοῦ γράμματα . ταῦτα τῶν ἐνθάδε διαβολῶν πιστότερα , ταῦτα ἀπολογία μοι μόνη , τούτοις τῆς εἰς σὲ φιλοστοργίας τεκμηρίοις χρῶμαι .
Flavius Josephus, Jewish War (XML Header) [genre: prose] [word count] [lemma count] [Joseph. BJ]. | ||
<<Joseph. BJ 1.628 | Joseph. BJ 1.631 (English) | >>Joseph. BJ 1.636 |